τροχόσπιτο

τροχόσπιτο
το, Ν
τεχνολ.
1. (παλαιότερα) τροχήλατη άμαξα που χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα ως μεταφορικό μέσο και κατοικία νομάδες, πλανόδιοι έμποροι, διευθυντές και καλλιτέχνες περιοδευόντων θιάσων και τσίρκων
2. (σήμερα) αυτοκινούμενο ή ρυμουλκούμενο τροχοφόρο όχημα που είναι διαμορφωμένο εσωτερικά και εφοδιασμένο με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις ώστε να χρησιμεύει ως κατοικία σε ειδικούς τόπους καταυλισμού, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες
3. φρ. α) «επεκτεινόμενο τροχόσπιτο» — μικρό ρυμουλκούμενο όχημα διαρρυθμισμένο έτσι ώστε το κάλυμμά του να κατακλίνεται στο έδαφος προς μία ή δύο πλευρές, επιτρέποντας την ανάπτυξη τέντας από πάνω του
β) «πτυσσόμενο τροχόσπιτο» — τροχόσπιτο που αποτελείται από δύο τμήματα συναρμοσμένα το ένα μέσα στο άλλο, τα οποία αναπτύσσονται με κατάκλιση στο έδαφος τού εφοδιασμένου με τους τροχούς εξωτερικού μέρους και ανάσυρση τού εσωτερικού μέρους, το οποίο χρησιμοποιείται ως στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + σπίτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροχόσπιτο — το όχημα διαρρυθμισμένο σε κατοικία, που σέρνεται από αυτοκίνητο και είναι χρήσιμο σε μακρινά οικογενειακά ταξίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… …   Dictionary of Greek

  • τροχοβίλα — η, Ν μεγάλο τροχόσπιτο διαμορφωμένο εσωτερικά με πολλούς και άνετους χώρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + βίλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”